<

Too drunk too...
(Dead Kennedy’s)
Ερβίν Χατίμπι

Τώρα μου ανήκει και το σεξ σου
Μου επιτρέπεται να το αγγίξω
Μου ικετεύεται να το εξαερίσω
Σου είναι εύκολο
Απλά ξαπλώνεις στα κρεβάτια μου
και δίνεις εντολή η μουσική να σταματήσει
το φως να σβήσει
Και γελάς πέρα απτό πιγούνι σου με δόντια
καθώς και πέρα από τα
Αμφιθέατρα του λαιμού
Ξαπλωμένα μάτια, λευκή, λευκή...
Τότε η ένοχη κοιλιά σου τραβάει
χοντρές καμπύλες
αέρος
Οργώνεις τον αέρα του δωματίου μου
Κυκλοφορώ στο δωμάτιο σαν τον Λένιν
ο γυμνός μου κώλος στην κόλαση
είναι σαν τα δύο όμικρον στη λέξη αλκοόλ
Και με λυπάσαι απίστευτα
γελάς...Με τα βυζιά σου τα σκυλίσια, όταν σου λέω
ότι πρέπει να έχεις και άλλο ένα ζευγάρι
από βυζιά σκύλου που έχουν θάψει τα μάτια το ένα στα δεξιά
το άλλο αριστερά
όπως στη σημαία μας
(το γέλιο σταματά, σταματούν τα παλαμάκια, τα βυζιά)
(επικρατεί σιωπή):
ψάχνεις χωρίς να σηκώσεις τα τσιγάρα
Που κρατάς στην τσάντα
όπου υπάρχουν και πολλά άγνωστα πράγματα των γυναικών
Ο ήχος του αναπτήρα τρομάζει τη νεκρή μου κοιλιά
σύντομο φως, σαν κύμα
Σκουπίζει γρήγορα την φιγούρα σου από την άμμο των ματιών μου
Τότε ξαπλώνω δίπλα σου
αυτό το τσιγάρο ως παιδί σε μεγάλη ηλικία, ή κάτι άλλο
πιο συγκεκριμένο, που δένει δύο ανθρώπους
ακόμα κι αν δεν υπάρχουν οι δύο
τα λόγια σου περιβάλλονται από μια ανήκουστη φωνή
μου λες ανάμεσα στους ήχους ότι δεν πρέπει να σε πάρω πια τηλέφωνο- Όταν είσαι μεθυσμένος... - προσθέτεις
κανένα άλλο στοιχείο τότε
για το σώμα σου, έχεις πάρει πολλά κιλά;
έχεις όλα τα φρύδια σου;
τα νύχια μου μεγαλώνουν
έχουν κολλήσει στον ιδρώτα
στο Βιετνάμ σου το ξυρισμένο χωρίς ναπάλμ
Γελάς με όλο αυτό τον καπνό
Και ξέρω το όνομα σου
Και δεν θες να στεναχωρηθώ
γι’ αυτό
μου δαγκώνεις που και που
τον μικρό μου κώλο
λεπτό σαν μάγουλο του ποιητή με φυματίωση
Και τίποτα
δεν με εμποδίζει να κλάψω μόνος μου
μην αφήνεις να μου πέφτουν τα μάτια.


Μεταγραφή από το άλλο κρεβάτι
Ερβίν Χατίμπι

Πού φα τον φάψουν όλο αυτό το κόσμο στα Τίρανα;
Βεν υπάρχει πλέον χώρος στη Σάρρα, ούτε στην Τουφίνα
Στους βρόμους φα μας αφήσουν, φα μας φάνε τα σκυλιά,
Σκυλιά μεγάλα, σκυλιά μικρά
Στην φάλλασσα βρε φα μας ρίξουν,
Αφήστε τα ψάρια να μας φάνε
Ψάρια
Μικρά, και μεγάλα
σφραγίβες
Αυτά με τα μεγάλα βόντια

(Βγάζει δύο δάχτυλα κάτω από το σαγόνι)

Όταν ήμουν μικρός, έπαφα την κακή ασφένεια
Αυτό το χέρι βεν μεγάλωσε από τα πέντε μου χρόνια
Με έπλενε σε μια ξύλινη μπανιέρα
Φυμάμαι την μάνα μου πως έλεγε,
Πεφαίνει ο μικρός, πεφαίνει ο Ναΐμ,
και γι’ αυτόν τον γιο
βέν με τρώει η γη
Λοιπόν, η γη λιώνει το σίβερο
Τίποτα βεν έχουμε παρά τον τάφο
Εκτός από τον τάφο, όλα χάνονται

Βύο κορίτσια όταν μου είπαν στη Λίμνη
Γιατί βεν κρεμάς μια πέτρα στο λαιμό
Και να πνιγείς, μπάρμπα
Είπα, να πνιγώ γιατί
Μήπως βεν έχω να φάω ούτε ψωμί;
Και άμα πνίγομαι, ποιος φα με βγάλει
Εκεί μέσα να σε αφήσουν να σε φάνε
Τα ψάρια
μικρά και μεγάλα
Αλλά μην φοβάσαι, μου είπαν τα κορίτσια
Μπαίνουν να σε βγάλουν με βατραχάνφρωποι
Βατραχάνφρωποι είναι άνφρωποι, μήπως?!
Οχιιιιιι....

Τίνους είσαι εσύ;
Πού έχεις το σπίτι;
Στο νοσοκομείο (εννοεί το ψυχιατρείο)
Είχαμε έναν ανόητο, έσκισε το βιαβατήριο
Πώς σκίζεται το βιαβατήριο, η ταυτότητα;
Τα πιτσιρίκια βεν φοβούνται τον Φεό
Με χτύπησαν και μου έσπασαν τα βόντια
Αυτό το χέρι βεν μου μεγάλωσε από πέντε χρονών
Αλλά ο Φεός με ένα χέρι σε ρίχνει
Με τον άλλο σε πιάνει
Βεν χτυπάμε τον τοίχο με το κεφάλι
Γιατί το κεφάλι πονάει
Κοιμούνται όλοι
Κοιμούνται οι οβηγοί, κοιμούνται οι στρατιώτες
Μόνο εγώ βεν έχω ύπνο
Βώσε μου ένα Valium
Βώσε μου βύο

Γιατί σκέφτεσαι, με ρωτάει ο αβερφός μου
Όχι, βεν σκέφτομαι εγώ,
Βεν είμαι ο Ναΐμ Φράσερι
Που έγραψε στοιχάκια
Μια μέρα ήρφε η Έμα Κιαζίμι
Με φίλισε στα μαγουλάκια
(Προσπαθεί να πιάσει το βρεγμένο μέρος, με το μικρό το χέρι)

(Πολύ ψηλά, δεν μπορεί)




Για την επανάσταση

Ερβίν Χατίμπι


Μου τελείωσαν τα τσιγάρα στο σταθμό των λεωφορείων
Περιμένοντας την επόμενη επανάσταση
Έμεινα εδώ
Λιωμένο καρφί, παραμορφωμένο
Στις στάχτες της εκκλησίας.
Όπως στα πιστόλια μύλου
Όλοι έχουν πάει κατά μέτωπο
Μέσα στο σπίτι
Όλες οι προτελευταίες επαναστάσεις είναι
Πάντα η τελευταία, τελευταία μου ζωή
Φθηνά μου αγόρασες τα δάκρυα, μου τα αγόρασατε
Όλο μου το σώμα πονούσε από την αγάπη
Για τους ανθρώπους, τα οδοφράγματα.
Θέλω να πεθάνω και να το ξεχάσω
Να το ξεράσω. Μάταια θέλω να πεθάνω
Ή ποτέ να μην πεθάνω αν χρειαστεί
Να πεθάνω με σκοπό
Θα πάρω έναν ανήλικο μιγά ζητιάνο
Να το ζεστάνω και μεγαλώσω αισχρά
Σας προσκαλώ όλους στο σπίτι μου
Φτύστε με στο πρόσωπο
Μόνο μην με προκαλεί κανείς με τις πληγές του.
Ζήτω όμως, ζήτω η νέα σημαία
Ακόμα και οποιαδήποτε παλιά αγάπη
Αμα έρθει πάλι η μέρα, στο δρόμο θα είμαι πάλι
Θα χτυπήσω με πέτρες σίγουρα
Αυτούς που θα κάθονται μαζί
Και αυτούς που θα μείνουν μόνοι.


Χρονικό από αυτές τις μέρες

Ερβίν Χατίμπι


Φεύγω απ'τον εαυτό μου για ολόκληρες μέρες
Εβδομάδες

Δύο όντα που ζουν όπως γουστάρουν
Αν τους ενώσεις, έχεις μια ζωή σκυλίσια

Εκείνος εδώ, εγώ απομακρύνομαι
Χρόνο έχω: τα παπούτσια φορούν ακόμα
Μπαλώματα
Και σπασμένα δόντια της οδού του τίποτα

Και πάω στον εαυτό μου, αξύριστος
Αισχρός
Γεμάτος νέες συνήθειες του δρόμου

Και έρχομαι στον εαυτό μου, τον συναντώ σιωπηλά
Του παίρνω ψωμί, στιχάκια, ρακί 

Αναλλοίωτες λέξεις - σκνίπες στην κυψέλη του κεφαλιού

Και η οδός του τίποτα συνεχίζει να με τρώει
Στιβάλια μπαλωμένα με δέρμα μάγουλου
Αφου συνεχίζω να ζω έτσι
Με μια κουρασμένη ευτυχία, χωρίς φασαρία
Το δικό μου μισο απ’την ζωή μας την σκυλίσια


Άλλη μια για την τιμή των μπανανών
Ερβίν Χατίμπι

πέρα από το τείχος του βερολίνου
μεγάλωναν απειλητικά οι μπανάνες της ρώμης
έτος χίλια εννιακόσια ογδόντα κάτι
ζούγκλες από μπετόν και χάλυβα και πανικό
ο άνθρωπος για τον άνθρωπο ήταν λύκος ή μοναχός, περικυκλωμένος
με μπανάνες
σε ένα νησί περικυκλωμένο
από αφρώδες κόκκινο νερό
ίχ μπιν άιν μπερλίνερ
αλλά στην πραγματικότητα είμαι ένα αμερικανικό τσεκ που...
ο εξελικτικός ακόμα μετα-μαρξισμός αναπάραξε
μάβρες μπανάνες από λάστιχο
για τους μετα-
σταλινικους, ανιψιούς δερβίσηδων, με τα οποία έδερναν
τους άνθροπους μας (τελικό απόσπασμα)
γεμιστή μπανάνα με γλυκές βραστές πατάτες
η πατάτα είναι και ψωμί και συνοδευτικό
λαχανικά στα μουσειακά χωράφια του ματχάουζεν, τρεμπλίνκα
φτιάχνουμε πατατάκια με την πατάτα, με το άλλο χέρι
χαϊδέβουμε στο σκοτάδι
το άδειο στομάχι της τηλεόρασης, γεμάτο με κοκα-κόλα
τα πατατάκια, όχι οι πατάτες, ανήκουν στο ίδιο γένος με τις μπανάνες
πατατάκια και μπανάνες με όλη την κοκα-κόλα
πεθερικά και προίκα γάμου
του τσέσε με την μαντόνα
και έχουν γεννίσει από την αρχή της νεκρές
μπανάνες της ρώμης
ήδη κατασκευασμένες σφιχτά
απ’τον ίδιο λόβο
με τα μαύρα μπαστούνια απο λάστιχο